ἀποσπώμενα

ἀποσπώμενα
ἀποσπάω
tear
pres part mp neut nom/voc/acc pl
ἀποσπάω
tear
pres part mp neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀποσπωμένας — ἀποσπωμένᾱς , ἀποσπάω tear pres part mp fem acc pl ἀποσπωμένᾱς , ἀποσπάω tear pres part mp fem gen sg (doric aeolic) ἀποσπωμένᾱς , ἀποσπάω tear pres part mp fem acc pl ἀποσπωμένᾱς , ἀποσπάω tear pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανάλωση — (Οικον.). Όρος που αναφέρεται στη χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για την ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών. Αντίστοιχα, καταναλωτικά ονομάζονται όλα τα αγαθά που προορίζονται άμεσα για την ικανοποίηση μιας ανάγκης, αποσπώμενα κατ’ αυτό τον τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”